ἀμφιβλήματ'

  • 1ἀμφιβλήματ' — ἀμφιβλήματα , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl ἀμφιβλήματι , ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg ἀμφιβλήματε , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύθριγκος — εὔθριγκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλά κατασκευασμένο θριγκό 2. (γενικά) ο καλά κατασκευασμένος («βασίλειά τ᾿ ἀμφιβλήματ εὔθριγκοί θ ἕδραι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θριγκός «το πάνω από τους στύλους τμήμα τού οικοδομήματος»] …

    Dictionary of Greek