ἀμφελικτός
1αμφελικτός — ἀμφελικτός, ή, ὸν (Α) [ἀμφελίσσω] (ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος …
2αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] …
3αμφιελικτός — ἀμφιελικτός, ον (Α) (για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω πρβλ. και ἀμφελικτός] …