ἀμφαδός
1αμφαδός — ἀμφαδός, ή, ὸν (Α) (μόνο στο ουδέτερο πληθυντικού, τὰ ἀμφαδὰ) φανερός, γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα (με αποκοπή και αφομοίωση) + θ. φᾰ , φαίνω + δὸς ή από το επίρρ. ἀμφαδόν*] …
2ἀμφαδά — ἀμφαδόν publicly indeclform (adverb) ἀμφαδός publicly neut nom/voc/acc pl ἀμφαδά̱ , ἀμφαδός publicly fem nom/voc/acc dual ἀμφαδά̱ , ἀμφαδός publicly fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ἀμφαδόν — publicly indeclform (adverb) ἀμφαδός publicly masc acc sg ἀμφαδός publicly neut nom/voc/acc sg …
4αμφάδιος — ἀμφάδιος, ία, ιον (Α) δημόσιος, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφάδιος < ἀμφαδός*. Η αιτ. θηλ. (ἀμφαδίην) χρησιμοποιήθηκε ως επίρρημα. ΠΑΡ. ἀμφαδίην] …