ἀμφί-δρυφος

  • 1αμφίδρυφος — ἀμφίδρυφος, ον (Α) ο αμφιδρυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»] …

    Dictionary of Greek