ἀμφίστομος
1ἀμφίστομος — with double mouth masc/fem nom sg …
2αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… …
3αμφίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος: Το ξίφος ήταν αμφίστομο. 2. (ζωολ.), το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αμφίστομα σκουλήκια που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων. 3. (βοτ.), «αμφίστομος καυλός», στέλεχος φυτού που πιέστηκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀμφιστόμως — ἀμφίστομος with double mouth adverbial ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl (doric) …
5ἀμφίστομον — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc sg ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc sg …
6ἀμφιστόμοις — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat pl …
7ἀμφιστόμου — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut gen sg …
8ἀμφιστόμους — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem acc pl …
9ἀμφιστόμῳ — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem/neut dat sg …
10ἀμφίστομα — ἀμφίστομος with double mouth neut nom/voc/acc pl …