ἀμφίστομος

  • 21πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… …

    Dictionary of Greek

  • 22στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …

    Dictionary of Greek

  • 23φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 24δίκοπος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο λεπίδες, αμφίστομος: Τη βρήκαν μαχαιρωμένη με δίκοπο μαχαίρι …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 25δίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο στόμια, δύο εξόδους ή εισόδους. 2. αυτός που έχει δύο κόψεις, αμφίστομος, δίκοπος: Τον μαχαίρωσε πισώπλατα με δίστομο μαχαίρι. 3. το ουδ. ως ουσ., δίστομο παράσιτο που προκαλεί τη διστομίαση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)