ἀμφίστομος

  • 11ἀμφίστομοι — ἀμφίστομος with double mouth masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …

    Dictionary of Greek

  • 13αμφίγυος — ἀμφίγυος, ον (Α) 1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος 2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος 3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό… …

    Dictionary of Greek

  • 14αμφίκοπος — η, ο (Μ ἀμφίκοπος, ον) αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 15αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 16αμφιθηγής — ἀμφιθηγής, ές (Α) ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θηγής < θήγω*] …

    Dictionary of Greek

  • 17αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …

    Dictionary of Greek

  • 18αρτίστομος — ἀρτίστομος, ον (Α) 1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια 2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα 3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)] …

    Dictionary of Greek

  • 19λάβρυς — Λυδική ή καρική λέξη, που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Δεν αποκλείεται και η ελληνική καταγωγή της λέξης, οπότε σημαίνει λαύρα ή πέρασμα σε ορυχείο. Ο διπλός πέλεκυς χρησίμευε κυρίως στις θρησκευτικές τελετές των προελληνικών χρόνων. Αρχικά ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 20λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …

    Dictionary of Greek