ἀμφίλεκτος
1ἀμφίλεκτος — spoken both ways masc/fem nom sg …
2αμφίλεκτος — η, ο (Α ἀμφίλεκτος, ον) [ἀμφιλέγω] 1. αντιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες 3. διπλός …
3ἀμφιλέκτως — ἀμφίλεκτος spoken both ways adverbial ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem acc pl (doric) …
4ἀμφίλεκτον — ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem acc sg ἀμφίλεκτος spoken both ways neut nom/voc/acc sg …
5ἀμφιλέκτῳ — ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem/neut dat sg …
6ἀμφίλεκτα — ἀμφίλεκτος spoken both ways neut nom/voc/acc pl …
7αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …
8αναμφίλεκτος — η, ο (Α ἀναμφίλεκτος, ον) [ἀμφίλεκτος] αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος …