ἀμφίεσμα
1αμφίεσμα — ἀμφίεσμα, το (Α) [ἀμφιέννυμι] 1. ενδυμασία, φόρεμα 2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός …
2ἀμφίεσμα — garment neut nom/voc/acc sg …
3ἀμφίεσμ' — ἀμφίεσμα , ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc sg …
4ἀμφιεσμάτων — ἀμφίεσμα garment neut gen pl …
5ἀμφιέσμασι — ἀμφίεσμα garment neut dat pl …
6ἀμφιέσμασιν — ἀμφίεσμα garment neut dat pl …
7ἀμφιέσματα — ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc pl …
8ἀμφιέσματι — ἀμφίεσμα garment neut dat sg …
9ἀμφιέσματος — ἀμφίεσμα garment neut gen sg …
10άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… …
Страницы
- 1
- 2