ἀμυστίζω
1αμυστίζω — ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις] πίνω μονορούφι, με μια γουλιά …
2ἀμυστίζειν — ἀμυστίζω drink at one draught pres inf act (attic epic) …
3ἠμύστισα — ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …
4άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] …
5εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] …
6κἀξημύστισεν — ἐξημύστισεν , ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
7ἐξημύστισε — ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …