ἀμπλᾰκίσκω
1αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… …
2-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
3αμπλάκημα — ἀμπλάκημα, το (Α) σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] …
4αμπλάκιον — ἀμπλάκιον, το (Α) το αμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] …
5αμπλακία — ἀμπλακία, η (Α) το ἀμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β του μτγν. ἀμπλακίσκω)] …
6αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος …