ἀμπελ-ῖτις

  • 1χαμίτις — ίτιδος, ἡ, Μ (με ή χωρίς τη λ. ἄμπελος) κλήμα που φύεται κοντά στο έδαφος και φτάνει σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χαμαί «κάτω, χαμηλά» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἀμπελ ῖτις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2νομαδίτης — νομαδίτης, ό, θηλ. νομαδῑτις (Α) ως επίθ. νομαδικός, ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. αμπελ ίτης, λιμν ίτις)] …

    Dictionary of Greek