ἀμοιβηδίς
1αμοιβηδίς — ἀμοιβηδίς (Α) επίρρ. βλ. αμοιβήδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δις] …
2ἀμοιβηδίς — alternately indeclform (adverb) …
3αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …