1ἁμοθεί — ἀμοθεί , ἀμοθεί indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2αμοθεί — ἀμοθεὶ επίρρ. (Α) δίχως φιλονικία ή στασιασμό, αστασίαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από ἀ στερ. + μόθος «μάχη»] …
Dictionary of Greek
3ἀμοθεί — indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
4ἁμόθι — ἀμοθεί indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)