ἀμμωνιακός
1Αμμωνιακός — Ἀμμωνιακός ή, όν (Α) [Ἄμμων] αυτός που αναφέρεται στον Άμμωνα …
2αμμωνιακός — ή, ό [αμμωνία] αυτός που αναφέρεται στην αμμωνία, που παράγεται από αυτήν ή περιέχει αμμωνία …
3αμμωνιακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αμμωνία ή παράγεται απ αυτή: Το νισαντίρι είναι το αμμωνιακό αλάτι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἀμμωνιακῶν — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen pl Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen pl …
5Ἀμμωνιακόν — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc sg Ἀμμωνιακός Zeus neut nom/voc/acc sg …
6Ἀμμωνιακοῖς — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut dat pl …
7Ἀμμωνιακοί — Ἀμμωνιακός Zeus masc nom/voc pl …
8Ἀμμωνιακοῦ — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen sg …
9Ἀμμωνιακούς — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc pl …
10Ἀμμωνιακῆς — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2