ἀμιξία
1αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών …
2ἀμιξία — ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc/acc dual ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3ἀμιξίᾳ — ἀμῑξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμῑξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …
4ἀμειξίας — ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἀμειξίᾳ — ἀμειξίᾱͅ , ἀμειξία interruption of communications fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμειξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμειξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἀμιξίας — ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …
7άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …
8ἀμειξίαν — ἀμειξίᾱν , ἀμειξία interruption of communications fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἀμιξίαν — ἀμῑξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ἀμιξίης — ἀμῑξίης , ἀμιξία a being fem gen sg (epic ionic) …