ἀμερές

  • 1ἀμερές — ἀμερής without parts masc/fem voc sg ἀμερής without parts neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αμέρεια — ἀμέρεια, η (Α) [αμερής] το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα τού να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο …

    Dictionary of Greek

  • 3αμερής — ἀμερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος 2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμερές η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο τά ἀμερῆ (Λογική) τα γένη που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 4ԱՆՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0200 Chronological Sequence: 8c գ. ἁμερεία, τὸ ἁμερές Չունելն մասունս բաժանելիս. *Մասունս անմասնութեան, որ ըստ հոգւոյ է ընտանեբար. Դիոն. ածայ. ՟Թ: *Առանց մեծութեան գոլով, եւ առանց թանձրութեան՝ անմասնութիւն. Նիւս. բն. ՟Գ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)