ἀμειλίκτους

  • 1ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek

  • 3Τσιρικάουα — (Chiricahua). Φυλή Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής που μιλούν την αθαβασκική γλώσσα και ανήκουν στην ομάδα των Απάτσι. Η φυλή αυτή, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή Ν του άνω ρου του Ρίο Xίλα, στην Αριζόνα, αντιτάχθηκε σθεναρά στη… …

    Dictionary of Greek