ἀμβλῶψ
1αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] …
2ἀμβλώψ — masc/fem nom/voc sg …
3ἀμβλῶπας — ἀμβλώψ masc/fem acc pl …
4ἀμβλῶπες — ἀμβλώψ masc/fem nom/voc pl …
5δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] …