ἀμβλύτερον

  • 1ἀμβλύτερον — ἀμβλύς blunt masc acc sg ἀμβλύς blunt neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2омрачатисѧ — ОМРАЧА|ТИСѦ (8), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Переставать ясно видеть: ти ѹподобишасѧ нетопыремъ, ихъ‹же› ѡчи при нощи съдравѣ ѥста, сл҃нцю || же воси˫авшю ѡмрачаетасѧ. (ἀμαυροῦνται) Пч н. XV (1), 53–53 об.; || перен. Помрачаться: тъгда июда нечьстивыи… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …

    Dictionary of Greek

  • 4μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …

    Dictionary of Greek