ἀμέγαρτος
1αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] …
2ἀμέγαρτος — unenviable masc/fem nom sg …
3ἀμέγαρτον — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem acc sg ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc sg …
4ἀμεγάρτων — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem/neut gen pl …
5ἀμέγαρτα — ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc pl …
6ἀμέγαρτε — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem voc sg …