ἀλώπεκ'

  • 1Ἀλώπεκ' — Ἀλώπεκε , Ἀλώπεκος masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀλώπεκ' — ἀλώπεκα , ἀλώπηξ fox masc/fem acc sg ἀλώπεκι , ἀλώπηξ fox masc/fem dat sg ἀλώπεκε , ἀλώπηξ fox masc/fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …

    Dictionary of Greek

  • 4αλωπέκειος — ἀλωπέκειος, εία, ειον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ειος] …

    Dictionary of Greek

  • 5αλωπέκιον — ἀλωπέκιον, το (Α) 1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek

  • 6αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… …

    Dictionary of Greek

  • 7αλωπεκή — Δήμος της αρχαίας Αττικής απ’ όπου κατάγονταν ο Σωκράτης και o Αριστείδης. Βρισκόταν στο νότιο μέρος της Αθήνας, προς το Φάληρο. * * * η (Μ ἀλωπεκή Α ἀλωπεκή, έη) δέρμα, προβιά αλεπούς μσν. πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκειος ή σύμφωνα με άλλη… …

    Dictionary of Greek

  • 8αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 9αλωπεκίας — ο (Α ἀλωπεκίας) νεοελλ. είδος ψαριού τού γένους τών Γαλεών, ο αλωπίας ή αλεποκαρχαρίας* αρχ. αυτός που έχει στιγματιστεί με το σημείο τής αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ίας] …

    Dictionary of Greek

  • 10αλωπεκίαση — η (Α ἀλωπεκίασις) η νόσος αλωπεκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ίασις] …

    Dictionary of Greek