ἀλάστορα
1Ἀλάστορα — Ἀλάστωρ masc acc sg …
2ἀλάστορα — ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg …
3ἀλάστορ' — ἀλάστορα , ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστορε , ἀλάστορος under influence of an masc/fem voc sg ἀλάστορα , ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg ἀλάστορι , ἀλάστωρ avenging spirit masc dat sg ἀλάστορε , ἀλάστωρ avenging… …
4Ἀλάστορ' — Ἀλάστορα , Ἀλάστωρ masc acc sg Ἀλάστορι , Ἀλάστωρ masc dat sg Ἀλάστορε , Ἀλάστωρ masc nom/voc/acc dual …
5Αρπαλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Αργείου Κλυμένη, γιου του Τελέα και της Επικάστης. O πατέρας της την καταδίωκε με τον έρωτά του και την πήρε από τον μνηστήρα της Αλάστορα και η Α. για να τον εκδικηθεί του έδωσε να φάει τις σάρκες του μικρότερου… …