ἀλύσκω

  • 31ἄλυξεν — ἄ̱λυξεν , ἀλύσκω shun aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλύσκω shun aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄ̱λυξεν , ἀλύσσω to be uneasy aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλύσσω to be uneasy aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄ̱λυξεν , ἀλύζω socket… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32άλυξις — ἄλυξις ( εως), η (Α) αποφυγή, διαφυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύσκω, από το θ. τού μέλλ. ἀλύξω] …

    Dictionary of Greek

  • 33αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …

    Dictionary of Greek

  • 34αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 35αλυσκάζω — ἀλυσκάζω (Α) (επική λέξη) 1. αποφεύγω, διαφεύγω 2. επιχειρώ να διαφύγω 3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ρ. ἄλύσκω] …

    Dictionary of Greek

  • 36αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 37αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …

    Dictionary of Greek

  • 38διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 39εξαλύσκω — ἐξαλύσκω (Α) [αλύσκω] φεύγω, ξεφεύγω για να προφυλαχθώ …

    Dictionary of Greek

  • 40πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] …

    Dictionary of Greek