ἀλφηστικός
1αλφηστικός — ἀλφηστικός, ο (Α) [ἀλφηστής] 1. ο αλφηστής 2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες) …
2ἀλφηστικός — masc nom sg …
3ἀλφηστικόν — ἀλφηστικός masc acc sg …
4αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… …