ἀλφεὸν
1Ἀλφεόν — Ἀλφεός masc acc sg …
2ακαμαντορόας — ἀκαμαντορόας, ο (Α) εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα «ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + ῥέω] …
3ευρυδίνης — εὐριδίνης και εὐρυδίνας, ὁ (Α) αυτός που σχηματίζει μεγάλη δίνη, αυτός που ρέει με μεγάλες δίνες («παρ εὐρυδίναν Ἀλφεόν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δίνη] …
4ευρυρέων — εὐρυρέων, ουσα, ον (Α) αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέων (< ρέω)] …