ἀλοιδόρητος
1ἀλοιδόρητος — unreviled masc/fem nom sg …
2αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος …
3αλοιδόρητος — η, ο αυτός που δε λοιδορήθηκε, δε βρίστηκε: Δεν άφηνε κανέναν αλοιδόρητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀλοιδορήτως — ἀλοιδόρητος unreviled adverbial ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc pl (doric) …
5ἀλοιδόρητον — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc sg ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc sg …
6ἀλοιδορήτου — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen sg …
7ἀλοιδορήτων — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen pl …
8ἀλοιδόρητα — ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc pl …
9ἀλοιδόρητοι — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem nom/voc pl …
10ԱՆԹՇՆԱՄԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ազատ ʼի թշնամանաց, կամ ʼի լուտանաց. ἁλοιδόρητος անպարսաւ. անստգտանելի. *Որ զանթշնամանելին թշնամանէ, մխիթարութիւն ոչ կարէ գտանել ախտին. Բրս. բարկ.: *Եւ այսպէս եղիցի անթշնամանելի. Պտմ.… …