ἀλογ-έω
1ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg …
2καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] …
3κοτήσιος — α, ο αυτός που προέρχεται από κότα («κοτήσια αβγά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος, αρν ήσιος)] …
4φιδήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι 2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί») β) ελικοειδής («φιδήσιος δρόμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος)] …