ἀλογώδης
1αλογώδης — ἀλογώδης, ες (Α) [άλογος] αυτός που φαίνεται άλογος, ανόητος, παράλογος …
2ἀλογώδη — ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλογώδης irrational masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλογώδης irrational masc/fem acc sg (attic epic doric) …
3ἀλογῶδες — ἀλογώδης irrational masc/fem voc sg ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc sg …
4ἀλογωδέστερα — ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc comp pl …
5-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
6άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …