ἀλογία
1ἀλογία — ἀλογίᾱ , ἀλογία want of respect fem nom/voc/acc dual ἀλογίᾱ , ἀλογία want of respect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀλογίᾳ — ἀλογίαι , ἀλογία want of respect fem nom/voc pl ἀλογίᾱͅ , ἀλογία want of respect fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… …
4αλογιά — η [άλογο] δέρμα αλόγου 2. φορτίο αλόγου 3. αλογήσια μυρουδιά …
5ἀλογίας — ἀλογίᾱς , ἀλογία want of respect fem acc pl ἀλογίᾱς , ἀλογία want of respect fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀλογίαι — ἀλογία want of respect fem nom/voc pl ἀλογίᾱͅ , ἀλογία want of respect fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀλογίαν — ἀλογίᾱν , ἀλογία want of respect fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀλογίαις — ἀλογία want of respect fem dat pl …
9ἀλογίην — ἀλογία want of respect fem acc sg (epic ionic) …
10ἀλογίης — ἀλογία want of respect fem gen sg (epic ionic) …