ἀλλοτριότης
1αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν …
2ἀλλοτριότης — derivativeness fem nom sg …
3ἀλλοτριότησιν — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat pl …
4ἀλλοτριότητα — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc sg …
5ἀλλοτριότητας — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc pl …
6ἀλλοτριότητι — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat sg …
7ἀλλοτριότητος — ἀλλοτριότης derivativeness fem gen sg …
8αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …