ἀλλοδᾰπός
1ἀλλοδαπός — aliud masc nom sg …
2αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και …
3αλλοδαπός — ή, ό 1. αυτός που κατάγεται από ξένο τόπο, ο αλλοεθνής: Στην Ελλάδα μένουν αρκετοί αλλοδαποί. 2. το θηλ., αλλοδαπή ως ουσ., σημαίνει το εξωτερικό: Πολλοί είναι οι Έλληνες που βρίσκονται στην αλλοδαπή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀλλοδαπά — ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc pl ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc/acc dual ἀλλοδαπά̱ , ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἀλλοδαπῶν — ἀλλοδαπός aliud fem gen pl ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen pl …
6ἀλλοδαπόν — ἀλλοδαπός aliud masc acc sg ἀλλοδαπός aliud neut nom/voc/acc sg …
7ἀλλοδαπαῖς — ἀλλοδαπός aliud fem dat pl …
8ἀλλοδαπαί — ἀλλοδαπός aliud fem nom/voc pl …
9ἀλλοδαποῖο — ἀλλοδαπός aliud masc/neut gen sg (epic) …
10ἀλλοδαποῖς — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat pl …