ἀλλοδᾰπός
51ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԱՑԻ — ( ) NBH 2 1029 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԱՑԻ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԵԱՅ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԻԿ. ἁλλοδαπός, ή, όν regionis exterae, extraneus. Որ է օտար աշխարհէ. օտարական. օտար ոք կամ ինչ. *թէեւ ինձ ոչ հաւատս իբր… …
52ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԵԱՅ — ( ) NBH 2 1029 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԱՑԻ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԵԱՅ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԻԿ. ἁλλοδαπός, ή, όν regionis exterae, extraneus. Որ է օտար աշխարհէ. օտարական. օտար ոք կամ ինչ. *թէեւ ինձ ոչ հաւատս իբր… …
53ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԻԿ — ( ) NBH 2 1029 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԱՑԻ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԵԱՅ ՕՏԱՐԱՇԽԱՐՀԻԿ. ἁλλοδαπός, ή, όν regionis exterae, extraneus. Որ է օտար աշխարհէ. օտարական. օտար ոք կամ ինչ. *թէեւ ինձ ոչ հաւատս իբր… …
54(ε)ξωμερίτης — ο θηλ. τισσα αυτός που κατάγεται ή ήρθε από τα έξω μέρη, αλλοδαπός, ξένος: Να μην ακούσουν για τους εξωμερίτες (Ι. Δραγούμης). ξωμερίτης ο θηλ. ίτισσα ο όχι ντόπιος, ο ξένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55ξένος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον: Κι όταν ακούω ξένο παιδί κοντά, μάνα να λέει, μου σχίζεται η καρδιά μου (Σολωμός). 2. αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα ή προέρχεται από ξένη χώρα: Ξένη εμπορική αποστολή. 3. φιλοξενούμενος: Απόψε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56ἀλλοδαπάν — ἀλλοδαπά̱ν , ἀλλοδαπός aliud fem acc sg (doric aeolic) …
57ἀλλοδαπάς — ἀλλοδαπά̱ς , ἀλλοδαπός aliud fem acc pl …
58ἀλλοδαπάων — ἀλλοδαπά̱ων , ἀλλοδαπός aliud masc/fem gen pl (epic aeolic) …
59ἀλλοδαπῆι — ἀλλοδαπῇ , ἀλλοδαπός aliud fem dat sg (attic epic ionic) …
60ἀλλοδαπῶι — ἀλλοδαπῷ , ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat sg …