ἀλλοδᾰπός

  • 21ἀλλοδαπῷ — ἀλλοδαπός aliud masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …

    Dictionary of Greek

  • 23αλλοδαπής — ἀλλοδαπής, ές (ΑΜ) ο αλλοδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό τού τ. ἀλλοδαπός] …

    Dictionary of Greek

  • 24παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 25άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …

    Dictionary of Greek

  • 26έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… …

    Dictionary of Greek

  • 28έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 29αλλοτριόχωρος — ἀλλοτριόχωρος, ον (Α) από ξένη χώρα, αλλοδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + χώρα] …

    Dictionary of Greek

  • 30αλλόδημος — ἀλλόδημος, ον (Α) ο αλλοδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δῆμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοδημία] …

    Dictionary of Greek