ἀλληλοφαγία
1ἀλληλοφαγία — ἀλληλοφαγίᾱ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc/acc dual ἀλληλοφαγίᾱ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] …
3ἀλληλοφαγίας — ἀλληλοφαγίᾱς , ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc pl ἀλληλοφαγίᾱς , ἀλληλοφαγία an eating one another fem gen sg (attic doric aeolic) …
4ἀλληλοφαγίαι — ἀλληλοφαγία an eating one another fem nom/voc pl ἀλληλοφαγίᾱͅ , ἀλληλοφαγία an eating one another fem dat sg (attic doric aeolic) …
5ἀλληλοφαγίαν — ἀλληλοφαγίᾱν , ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc sg (attic doric aeolic) …
6ἀλληλοφαγίην — ἀλληλοφαγία an eating one another fem acc sg (epic ionic) …
7-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …
8αλληλοφάγοι — ἀλληλοφάγοι, α (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τόπου *ἀλληλοφάγος < ἀλληλο * + φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω. ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία αρχ. ἀλληλοφαγῶ] …