ἀλληλουχίᾳ

  • 41ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ …

    Dictionary of Greek

  • 42στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …

    Dictionary of Greek

  • 43συλλαβή — Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από… …

    Dictionary of Greek

  • 44συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …

    Dictionary of Greek

  • 45συνειρμός — ὁ, ΝΑ [συνείρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνείρω, σύναψη, συνάφεια 2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχία νεοελλ. 1. (φιλοσ. ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση τού ανθρώπου, από μια… …

    Dictionary of Greek

  • 46συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… …

    Dictionary of Greek

  • 47σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα …

    Dictionary of Greek

  • 48σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …

    Dictionary of Greek

  • 49υποβαθμίδα — η, Ν γεωλ. χρονοστρωματογραφική μονάδα που αντιπροσωπεύει μια αλληλουχία πετρωμάτων τα οποία αποτέθηκαν σε συγκεκριμένο διάστημα τού γεωλογικού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. substage] …

    Dictionary of Greek

  • 50υποηλικία — η, Ν γεωλ. μονάδα τού γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ηλικία. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. subage] …

    Dictionary of Greek