ἀλλεπαλληλία
1ἀλλεπαλληλία — ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc/acc dual ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀλλεπαλληλίᾳ — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή …
4ἀλλεπαλληλίας — ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc pl ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἀλλεπαλληλίαι — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἀλλεπαλληλίαν — ἀλλεπαλληλίᾱν , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc sg (attic doric aeolic) …
7αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …
8αλληλοδιαδοχή — η το να διαδέχεται ο ένας τον άλλον, διαδοχική εναλλαγή, αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαδοχή] …
9διαδοχικότητα — η 1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά 2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα] …