ἀλλαχῆ βάλλωσι

  • 1εφετίνδα — ἐφετίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ἀκινητ ίνδα (< ακίνητος + ίνδα), διελκυστ ίνδα (<… …

    Dictionary of Greek