ἀλητεύω
1ἀλητεύω — wander pres subj act 1st sg ἀλητεύω wander pres ind act 1st sg …
2αλητεύω — αλητεύω, αλήτεψα βλ. πίν. 17 …
3αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] …
4αλητεύω — εψα, ζω ως αλήτης: Αλήτευε και δεν ήθελε να δουλέψει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀλητεύῃ — ἀλητεύω wander pres subj mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres subj act 3rd sg …
6ἀλητευόντων — ἀλητεύω wander pres part act masc/neut gen pl ἀλητεύω wander pres imperat act 3rd pl …
7ἀλητεῦον — ἀλητεύω wander pres part act masc voc sg ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc sg …
8ἀλητεύει — ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind act 3rd sg …
9ἀλητεύεσκον — ἀλητεύω wander imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλητεύω wander imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …
10ἀλητεύοντα — ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc pl ἀλητεύω wander pres part act masc acc sg …