ἀλητεία
1ἀλητεία — ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc/acc dual ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …
3αλητεία — η το να είναι κανείς αλήτης: Την αλητεία την τιμωρεί ο νόμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀλητείας — ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem acc pl ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἀλητείαν — ἀλητείᾱν , ἀλητεία wandering fem acc sg (attic doric aeolic) …
6ἀλητείαις — ἀλητεία wandering fem dat pl …
7ἀλητείης — ἀλητεία wandering fem gen sg (epic ionic) …
8αλατεία — ἀλατεία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἀλητεία* …
9αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] …
10ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία …
- 1
- 2