ἀλητεία
11σουρτούκεμα — το, Ν [σουρτουκεύω] η άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία …
12Κάτος, Γιώργος — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Εκδότης και λογοτέχνης. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού Τραμ (δεύτερη και τρίτη περίοδο) και διευθυντής των εκδόσεων Τραμ Εγνατία. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το… …
13αλητικός — αλητικός, ή, ό και αλήτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλήτη ή την αλητεία: Ζούσε ζωή αλήτικη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14ἀλατείαι — ἀλᾱτείᾱͅ , ἀλητεία wandering fem dat sg (attic doric aeolic) …
15ἀλατείαις — ἀλᾱτείαις , ἀλητεία wandering fem dat pl (doric) …
16ἀλατείαισι — ἀλᾱτείαισι , ἀλητεία wandering fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …
17ἀλατείᾳ — ἀλᾱτείᾱͅ , ἀλητεία wandering fem dat sg (attic doric aeolic) …
- 1
- 2