ἀληθείᾳ
1ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …
2ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) …
3ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg …
4ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg …
5αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …
6αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) …
8ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl …
9Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)