ἀλεῖτις
1νηλείτις — νηλεῑτις, ἡ (Α) αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»] …
1νηλείτις — νηλεῑτις, ἡ (Α) αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»] …