ἀλεύομαι

  • 1ἀλεύομαι — ἀλέομαι avoid aor subj mid 1st sg (epic) ἀλέομαι avoid pres ind mid 1st sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …

    Dictionary of Greek

  • 3πεδαλευόμενος — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεταμελόμενος, μεταδιωκόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ἀλεύω / ἀλεύομαι «απωθώ, αποδιώκω»] …

    Dictionary of Greek

  • 4υπαλεύομαι — Α διαφεύγω, ξεφεύγω («τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν φεύγω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλεύομαι «απομακρύνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 5ā̆l-3 —     ā̆l 3     English meaning: to wander, roam     Deutsche Übersetzung: “planlos umherschweifen, irren; also geistig irre sein”     Material: Gk. ἄλη “the vagrancy, the wandering about “, ἀλάομαι (horn. Pf. ἀλάλημαι), ἀλαίνω “ wanders about “*,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary