ἀλεκτρυών
61αλεκτρυόνιον — ἀλεκτρυόνιον, το (Α) [ἀλεκτρυών] κοκοράκι, κοτόπουλο …
62αλεκτρυώδης — ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) [ἀλεκτρυών] ερωτιάρης σαν κόκορας «πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης» …
63αλεκτρύαινα — ἀλεκτρύαινα, η (Α) θηλ. τού ἀλεκτρυών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα] …
64ηικανός — ἠϊκανός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό η ι < *ᾱυσ ι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes «φωτίζω», απ όπου και το ηώς «αυγή». Το ι δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β… …
65ιππαλεκτρυών — Μυθολογικό τέρας. Πρόκειται για περίεργο πλάσμα, που ήταν άλογο στο κεφάλι, στον τράχηλο, στο σώμα έως τη μέση του κορμού και στα μπροστινά πόδια και αλεκτρυών (πετεινός) στο υπόλοιπο σώμα, στα πίσω σκέλη και στην ουρά. Ο Ι. αναφέρεται στους… …
66κέρκνος — κέρκνος, ὁ (Α) [κέρκος] (κατά τον Ησύχ.) «ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών» …
67κίκιρρος — κίκιρρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από την κραυγή τού πετεινού] …
68κορυνθεύς — κορυνθεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραμματ εύς, γραφ εύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου ν προ τού θ , όπως ακριβώς και το κόρυνθος] …
69ορτάλιχος — ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ) 1. υποκορ. τού ορταλίς*. 2. νεοσσός 3. νεογνό ζώου 4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα ιχος (πρβλ. κόψιχος)] …
70σέρκος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών καὶ ἀλεκτορίδες σέλκες» …