ἀλεκτορίδες
1ἀλεκτορίδες — ἀλεκτορίς hen fem nom/voc pl …
2σέλκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίδες» …
3σέρκος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών καὶ ἀλεκτορίδες σέλκες» …
1ἀλεκτορίδες — ἀλεκτορίς hen fem nom/voc pl …
2σέλκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίδες» …
3σέρκος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών καὶ ἀλεκτορίδες σέλκες» …