ἀλείπτης
1αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …
2ἀλείπτης — anointer masc nom sg …
3ἀλειπτῶν — ἀλείπτης anointer masc gen pl ἀλειπτός anointed masc/fem/neut gen pl …
4ἀλεῖπται — ἀλείπτης anointer masc nom/voc pl …
5ἀλείπταις — ἀλείπτης anointer masc dat pl …
6ἀλείπτην — ἀλείπτης anointer masc acc sg (attic epic ionic) …
7ἀλείπτῃ — ἀλείπτης anointer masc dat sg (attic epic ionic) …
8ἀλείπτας — ἀλείπτᾱς , ἀλείπτης anointer masc acc pl ἀλείπτᾱς , ἀλείπτης anointer masc nom sg (epic doric aeolic) …
9РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …
10подвижник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἀγωνιστής) подвизающийся, старающийся над чем либо;… …