ἀλατοπωλία
1αλατοπωλία — ἁλατοπωλία, η (Α) η πώληση αλατιού, το δικαίωμα πωλήσεως αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας ατος + < πωλία < πώλης < πωλῶ] …
2ἁλατοπωλίαν — ἁλατοπωλίᾱν , ἁλατοπωλία right of vending salt fem acc sg (attic doric aeolic) …