1ἀλαλητῷ — ἀλαλητός shout of victory masc dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ἀλαλήτῳ — ἀλάλητος unspeakable masc/fem/neut dat sg …
3κἀλαλητῶι — ἀλαλητῷ , ἀλαλητός shout of victory masc dat sg …
4κἀλαλητῷ — ἀλαλητῷ , ἀλαλητός shout of victory masc dat sg …