ἀλάβης

  • 1αλαβής — ές [λαβή] αυτός που δεν έχει λαβή …

    Dictionary of Greek

  • 2λεβίας — λεβίας, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας* (πρβλ. ξιφ ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού] …

    Dictionary of Greek